04.09.2022: ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΠΡΕΣΠΑ

09:00 Αναχώρηση από το Νέο πάρκο Φλώρινας (απέναντι από τα ΚΤΕΛ)
10:00 Στάση στο χιονοδρομικό κέντρο της Βίγλας
11:00 Στάση στο ιστορικό χωριό του Πισοδερίου
12:00 Άφιξη στην Πρέσπα
12:00–13:30 Παρατήρηση αποικίας υδροβιότοπου αργυροπελεκάνων από την Εταιρεία Προστασίας Πρεσπών
13:30–15:00 Επίσκεψη στην πλωτή γέφυρα και την Βασιλική στο νησάκι του Αγίου Αχίλλειου
15:00–17:00 Γεύμα σε επιλεγμένο –διαπιστευμένο εστιατόριο στο παραδοσιακό χωριό Ψαράδες
19:00 Άφιξη στην Φλώρινα.

Επιπλέον πληροφορίες

    • Το κόστος της εκδρομής – Ξεναγό αναλαμβάνει ο Φ.Ο.Ο.Φ.
    • Το γεύμα θα γίνει σε επιλεγμένο – διαπιστευμένο εστιατόριο της περιοχής για οικονομία χρόνου και χρήματος και βαρύνει τους εκδρομείς.

Δήλωσε συμμετοχή στην εκδρομή

H ΠΡΕΣΠΑ

Οι Πρέσπες αποτελούν διάσημη για το φυσικό της κάλλος τριεθνή ορεινή λιμναία περιοχή στα βορειοδυτικά σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Βρίσκονται σε υψόμετρο 857 μέτρων η Μικρή Πρέσπα και περίπου 852 μέτρα η Μεγάλη, με δεσπόζοντα σημεία τους την ύπαρξη των δύο λιμνών: τη Μεγάλη Πρέσπα που χωρίζεται ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία και τη Μικρή Πρέσπα η οποία ανήκει κυρίως στην Ελλάδα (τα 43,5 περίπου τ.χλμ.) ενώ το μικρότερο τμήμα της (λιγότερο από 4 τ.χλμ.), προς τα δυτικά, ανήκει στην Αλβανία. Λόγω της καθόδου της στάθμης του νερού στη Μικρή Πρέσπα, το μέρος που ανήκει στην Αλβανία, έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
Τις λίμνες περιβάλουν οι ορεινοί όγκοι του Βαρνούντα ανατολικώς και του Τρικλαρίου(Σφήκα) νοτίως, ενώ βορείως ο ορεινός όγκος του Ξεροβουνίου (σλ. Σούβα Γκόρα 1.857 μ.) και της Γκαλιτσίτσας (2.288 μ.), χωρίζει την Αχρίδα από τη Μεγάλη Πρέσπα. Η Μεγάλη Πρέσπα, υπό τον μεγάλο ορεινό όγκο που την περιβάλλει, όπως και όλη η γύρω περιοχή, επικοινωνεί υπόγεια με τη λίμνη της Αχρίδος, και κατά καιρούς τη στάθμη των υδάτων τους μεταβάλλεται.
Κατά τους αρχαίους χρόνους, οι Πρέσπες αποτελούσαν βασικότατο τμήμα της Αρχαίας Λύγκου, έφεραν δε τα ονόματα «Μικρά» και «Μεγάλη Βρυγηίς». Η σημερινή ονομασία «Πρέσπα» μαρτυρείται ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους. Δυστυχώς η περιοχή, λόγω της ιστορικής ευαισθησίας της, συνιστούσε μέχρι και πριν από λίγα χρόνια εμπόλεμη ζώνη, βαρέως και η ίδια πληγωθείσα από τις μεγάλες Ελληνο-βαλκανικές αντιπαραθέσεις και, φυσικά, τον εμφύλιο πόλεμο. Έτσι, βρέθηκε σε μια αδικαιολόγητη κατάσταση απομονώσεως και ελλείψεως ουσιαστικού κρατικού ενδιαφέροντος, που, πέραν της απουσίας σημαντικών υποδομών (πρόβλημα που υφίσταται μέχρι και σήμερα), περιόρισε στο ελάχιστο τις αρχαιολογικές έρευνες.

Οι περιορισμένες αρχαιολογικές έρευνες -όπως αυτή του Φ. Πέτσα- που αφορούν στην προχριστιανική Πρέσπα – Αρχαία Βρυγηίδα- έχουν αποδώσει στοιχεία τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη της αρχαίας πόλεως Λύκης ή Λύκας, λείψανα της οποίας βρίσκονται -ως φαίνεται- στην ονομαζόμενη σήμερα Μικρή Πρέσπα και το νησάκι του Αγίου Αχιλλείου, αλλά και βυθισμένα στον παραλίμνιο αυτής χώρο.

Κατά την Παλαιοχριστιανική Περίοδο, οι Πρέσπες υπάγονταν στη Μακεδονία Δευτέρα της Επαρχίας του Ιλλυρικού. Πέραν όμως ελαχίστων πληροφοριών και ανακαλυφθέντων ευρημάτων, ελάχιστες είναι οι γνώσεις μας για την περιοχή προ της ελεύσεως του Τσάρου Σαμουήλ. Περιορισμένα προς το παρόν οικιστικά λείψανα εντοπίζονται παρά το χωριό Λαιμός, όπου έχουν εντοπισθεί παλαιοχριστιανικές ταφές και οχυρώσεις, στο νησί Άγιος Αχίλλειος της Μικρής Πρέσπας και κάποια οχυρωματικά κυρίως λείψανα στα χωριά Μικρολίμνη, Λευκώνας, Πλατύ και Άγιος Γερμανός.

Μέχρι και τον Η΄ αιώνα, εκκλησιαστικά υπάγονταν στο Πατριαρχείο της Ρώμης. Με το ξέσπασμα της Εικονομαχίας, όμως, και την Ορθόδοξη στάση που τήρησε τότε η Ρώμη, η περιοχή όπως και πολλές άλλες υπήχθη στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και διοικητικά στο Θέμα της Θεσσαλονίκης το αργότερο έως τις αρχές του Θ΄ αιώνος.

Αναμφίβολα η περιοχή, δέχθηκε νωρίς τις Βουλγαρικές και Σλαβικές παρουσίες και επιδρομές. Στα τέλη του Θ΄ αιώνος η Πρέσπα καταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους του τσάρου Συμεών.

Με την επικράτηση των Βυζαντινών το 971, καταλύεται το Ανατολικό Βουλγαρικό Κράτος. Η Πρέσπα εντούτοις βρίσκεται στο Δυτικό Βουλγαρικό Κράτος, εκεί όπου ο ηττημένος Τσάρος Νικόλαος ασκεί ακόμα την επιρροή του. Ο θάνατος του Ιωάννου Τσιμισκή από τύφο τον Ιανουάριο του 976, δίνει την ευκαιρία για επαναστατικές ζυμώσεις στην περιοχή, προς ανασύσταση του Βουλγαρικού κράτους. Από τα «κομητόπουλα», τους υιούς δηλαδή του τελευταίου Τσάρου (Δαυίδ, Μωυσή, Ααρών και Σαμουήλ), ο Σαμουήλ θα ηγηθεί της προσπάθειας για ένα νέο Βουλγαρικό κράτος.

Ο Σαμουήλ, νεότερος όλων των «κομήτων» και με μητέρα Αρμένισα, εκμεταλλευόμενος συγκυρίες όπως το νεαρό της ηλικίας του Βασιλείου, έχει την περιοχή σε προτεραιότητα στο σχέδιο που ετοιμάζει. Δεν πρέπει μεταξύ άλλων να λησμονούμε, πως προηγήθηκε η δολοφονία του μεγαλύτερου αδελφού του Δαυίδ, σε περιοχή μεταξύ της Πρέσπας και της Καστοριάς.

Η παρουσία του Σαμουήλ στην περιοχή εντοπίζεται πριν την επίσημη ανακήρυξή του σε Τσάρο το 997-8, αφού το 992-3, τοποθέτησε κτιτορική, μάλλον, επιγραφή, στον Ναό του Αγίου Γερμανού στο ομώνυμο χωριό των Πρεσπών, ως μνημόσυνο στους γονείς του Νικόλαο και Ριψιμία και τον δολοφονηθέντα αδερφό του Δαυίδ.

Ο Σαμουήλ, μεταξύ των ετών 977 και 985 λεηλατεί και ελέγχει πολλές περιοχές του Ελλαδικού και της Βαλκανικής, ενώ έχει ωριμάσει μέσα του η ιδέα της ανάδειξης των Πρεσπών και ειδικά της πάλαι ποτέ Αρχαίας Λύκας σε πρωτεύουσα του κράτους του. Να σημειώσουμε πως την περίοδο αυτή, ο Άγιος Αχίλλειος είναι ενδολίμνια χερσόνησος αφού συνδέεται δια στενού περάσματος με την ξηρά. Το πέρασμα αυτό, με λιθόστρωτο δρόμο, σήμερα μαζί με την αρχαία διάβαση έχει κατακλυστεί από τα νερά της λίμνης, μετατρέποντας την κορυφή της χερσονήσου σε νησί. Επίσης βυθισμένος είναι και σχετικός οχυρωματικός πύργος. Αντιλαμβανόμαστε πως η Πρέσπα αποτελούσε δύσκολο προορισμό και η πρωτεύουσα του νέου κράτους του Σαμουήλ βρισκόταν σε μια πολύ καλή αμυντικά θέση φυσικά οχυρωμένη.

Το 985 κυριεύει τελικά τη Λάρισα και υποχρεώνει πολλούς Θεσσαλούς κατοίκους να τον ακολουθήσουν στη νέα πρωτεύουσα που χτίζει. Η καταγωγή αυτή ως θρύλος μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα σε πολλούς κατοίκους της περιοχής έως τις ημέρες μας. Επίσης στην περιοχή όπως και στις περιοχές της Φλώρινας και της Αχρίδος, εγκαθιστά και πληθυσμούς με Αρμενική καταγωγή.
Ανέγειρε μεγαλοπρεπή Βασιλική, ως Καθεδρικό Ναό, και μετέφερε εκεί το λείψανο του Αγίου Αχιλλίου, επισκόπου Λαρίσης (που είχε παραβρεθεί στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο με τον Ρηγίνο Σκοπέλου και τον Διόδωρο Τρίκκης).[1] Η οικοδόμηση του Ναού αυτού γίνεται σε κοντινή απόσταση από κτίσμα που αποτελούσε τα ανάκτορα του και πάνω ή πολύ κοντά στο αρχαίο νεκροταφείο της πόλης.

Παράλληλα δημιουργεί αντικανονική Αρχιεπισκοπή με πρώτο Αρχιεπίσκοπο τον Γερμανό ο οποίος μετετέθη στην Πρέσπα από την Έδεσσα – Βοδενά.[2]

Ήδη με το πέρασμα, σχεδόν, στον ΙΑ΄ αιώνα, πραγματοποιούνται σημαντικές μεταβολές. Ο Σαμουήλ ηττάται για πρώτη φορά παρά τον Σπερχειό ποταμό το 997, υπό των στρατευμάτων του στρατηγού Νικηφόρου Ουρανού. Στη συνέχεια τα στρατεύματα του Βασιλείου του Β΄, θα ανακτήσουν για την Κωνσταντινούπολη τις περισσότερες υπό Βουλγαρική Κατοχή περιοχές, ειδικά μετά τη Μάχη του Κλειδιού το 1014 και έως το 1018, μέσα σε αυτές και την Πρέσπα. Παράλληλα με την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, οι Πρέσπες θα υπαχθούν εκκλησιαστικά εκεί. Σε αυτό το χρονικό διάστημα ο ίδιος ο Βασίλειος ο Β΄, θα επισκεφτεί την περιοχή επιστρέφοντας από Αχρίδα και θα κατασκευάσει δύο νέα οχυρωματικά έργα στην περιοχή(ή θα επεκτείνει υπάρχοντα), τη «Βασιλίδα» στη Μεγάλη Πρέσπα και «έτερον εν τη λεχθείση λίμνη τη βραχυτέρα, ο και αυτό Κωνστάντιον επωνόμασε». Το πρώτο αναζητείται στην περιοχή της Galichica εντός της πΓΔΜ. Έχει προταθεί σχετικά σημείο με λείψανα οχύρωσης στο Τσάρεντβορ.
Το δεύτερο προς τιμήν του αδερφού του Κωνσταντίνου του Η΄, έχει εντοπισθεί στο Νοτιοανατολικό άκρο της νήσου του Αγίου Αχιλλείου στην θέση «Κάλε»(προφανώς από το τουρκικό Kale που σημαίνει κάστρο και τείχος). Πρόκειται για κάστρο με ελλειψοειδή περίμετρο, που έφερε πύργο στα Νοτιοδυτικά και μονόχωρο ξυλόστεγο μικρό ναό.
Το 1072 από την περιοχή θα περάσουν οι τυπικά σύμμαχοι των Βυζαντινών Αλαμάνοι, οι οποίοι θα λεηλατήσουν την περιοχή και τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλείου, όπως μαρτυρεί ο Σκυλίτζης:
«οι γε μην Αλαμάνοι και Φράγγοι(γένη δε ούτοι δυτικά) κατα της χώρας αφεθέντες καθαιρούσι μεν τα εν τη Πρέσπα των Βουλγάρων υπολελειμμένα βασίλεια, σκυλεύουσι δε και τον εκείσε ναόν, ος επ΄ ονόματι του Αγίου Αχιλλέιου ίδρυται, μηδενός των εν εκείνω φεισάμενοι ιερών ων τινά μεν αύθις ανεσώθησαν, τα δε λοιπά ο στρατός διανειμάμενοι εις χρήσιν ιδίαν μετασκεύασεν».

Είναι άγνωστοι οι λόγοι της επιδρομής των τυπικά συμμάχων του Βυζαντίου. Ωστόσο κατά την περίοδο αυτή, μόλις 18 έτη από το οριστικό θρησκευτικό Σχίσμα του 1054 των δύο μεγάλων Εκκλησιών, της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, τα πάθη είναι σε έξαρση. Πολύ περισσότερο σε περιοχές που παλαιότερα ανήκαν εκκλησιαστικά στην Εκκλησία της Ρώμης (Ανατολικό Ιλλυρικό έως τον Η΄ αιώνα) αλλά και με παράδοση στην προσπάθεια διείσδυσης του Ρωμαιοκαθολικισμού προς την Εκκλησία της Βουλγαρίας ήδη από τον Θ΄ αιώνα (ανεξάρτητα εάν η περιοχή είχε από αρχαιοτάτων χρόνων κυρίαρχη την ελληνική παρουσία).

Πιθανόν ανάλογες λεηλασίες να έλαβαν χώρα από τους Νορμανδούς την περίοδο 1081-83, τους οποίους ο Βυζαντινός Στρατός έδιωξε οριστικά από την περιοχή, όταν και κατέλαβε την Καστοριά, το έσχατο προπύργιό τους τότε, τον Νοέμβριο του 1083.

Άγνωστη είναι η όποια παρουσία στις Πρέσπες των Νορμανδών κατά το 1185, όταν και εκστρατεύοντας κατά της Ελλάδος κατέλαβαν προσωρινά τη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά κατά τα τέλη του ΙΑ΄ αιώνος, γνωρίζουμε πως ο Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος(περ. 1090-1108) συνεκάλεσε Σύνοδο στον Άγιο Αχίλλειο, καθώς και το όνομα του άρχοντος, τότε, της περιοχής Μακρεμβολίτη.

Κάπου στα τέλη του ΙΒ΄ αιώνος, η Πρέσπα πρέπει να τελούσε κάτω από μια χαλαρή Ελληνική εποπτεία, δεδομένης και την αδυναμίας των Βυζαντινών να ελέγχουν πλέον εκτεταμένες περιοχές και ειδικά με όχι εύκολη πρόσβαση όπως η Πρέσπα. Έτσι εμφανίζεται ως ανεξάρτητη επαρχία με το όνομα «Provincia Prespes» σto χρυσόβουλλο του Αλεξίου του Γ΄ Αγγέλου(1195-1203) «περί χορηγήσεων προνομίων στους Βενετούς».
Είναι άγνωστο το αν η Πρέσπα γνώρισε και σε τι βαθμό Φραγκοκρατία, μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως του 1204. Οι Φράγκοι δεν φαίνεται να ασκούν ιδιαίτερη κυριαρχία στην περιοχή, την οποία ούτως ή άλλως επιβουλεύονται άμεσα Βουλγαρικές δυνάμεις υπό τον Ιωαννίτζη ή Καλογιάννη, άμεσα, την περίοδο 1205-1207. Ούτως ή άλλως την περίοδο 1217-1224, απελευθερώνονται οι πόλεις της Μακεδονίας που βρίσκονται υπό Φραγκική Κατοχή και εν τέλει η Θεσσαλονίκη.

Το 1218-19 ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος Δούκας ο Α΄ απελευθερώνει προσωρινά τη Δυτική Μακεδονία.
Την περίοδο 1230-1246 οι Βούλγαροι του Ιωάννου Ασέν του Β΄(1218-1241) ανακαταλαμβάνουν τη Δυτική Μακεδονία, για να την απωλέσουν το 1246, όταν ο Ιωάννης Γ΄ ο Βατάτζης απελευθέρωσε όλη τη Μακεδονία. Για κάποιο βραχύ αλλά άγνωστο διάστημα η περιοχή των Πρεσπών φαίνεται να πέρασε υπό την εξουσία του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Αγγέλου(1230-1266).

Η δεκαετία του 1250΄ για ετούτα τα χώματα, θα χαρακτηριστεί από την έριδα μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της τύποις Αυτοκρατορία της Νικαίας.
Μεταξύ των ετών 1256-57, επισκέπτεται την περιοχή ως πραίτωρ των υπό της Νικαίας στρατευμάτων της Μακεδονίας, ο μέγας λογοθέτης Γεώργιος Ακροπολίτης. Λίγο μετά και προ της Μάχης της Πελαγονίας(Πεδιάδα της Φλώρινας-Καλοκαίρι του 1259), η Πρέσπα περιέρχεται στη Νίκαια και δύο χρόνια αργότερα, το 1261 στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως.
Από τα μέσα του ΙΔ΄ αιώνα, η Πρέσπα περιέρχεται στη Σερβική σφαίρα επιρροής αρχομένης της περιόδου 1342-45, όπου μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, καταλαμβάνεται υπό του Σερβο-βουλγάρου Κράλεως της Σερβίας Στεφάνου Δουσάν (1331-1355). Μετά τον θάνατό του τελευταίου συνεχίζει να ανήκει σε Σέρβους ηγεμόνες όπως στον νεότατο Vukašin( 1365-1371) και τον Μάρκο(1371-1386). Στα χρόνια του Μάρκου, πιθανολογείται η εμφάνιση των Αρβανιτόβλαχων του ζουπάνου Ανδρέα Γρώπα.

Από τα χρόνια του Μάρκου και μάλλον με σερβική ανάθεση προέρχεται η χρονολογημένη το 1373, βυζαντινή βραχογραφία της Παναγίας της Ελεούσης(στον κόλπο απέναντι από το χωρίο Ψαράδες), η οποία μνημονεύει την οικογένεια των Δραγάσηδων. Πρόκειται πιθανότατα για την οικογένεια των αυταδέλφων Ιωάννου-Jovan(+1378;) και Κωνσταντίνου Dejianovic ή Dragas(+17-05-1395), δύο εκ των αρχόντων που διαδέχτηκαν τον Στέφανος Δουσάν. Το γεγονός πως η οικογένεια αυτή τελούσε εν υποτελεία μετά τη Μάχη της Μαρίτσας του 1371, αλλά και η μαρτυρία Οθωμανικών πηγών για εξαναγκασμό από τον Οθωμανικό Στρατό σε υποτέλεια του Ιωάννου, στην περιοχή του άνω Στρυμόνα, κάνουν τη συσχέτιση της δεήσεως της βραχογραφίας της Παναγίας Ελεούσης των Πρεσπών πολύ πιθανή.

Ο αδερφός του Ιωάννου Κωνσταντίνος, έδωσε προς Γάμο την κόρη του Έλενα τέλη του 1390 ή 1392 στον Μανουήλ Παλαιολόγο (+1425). Μαζί έκαναν 8 παιδιά, 6 αγόρια και 2 κορίτσια, εκ των οποίων οι δύο τελευταίοι αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως ο Ιωάννης ο Η΄ και ο Κωνσταντίνος ο ΙΑ΄. Η Έλενα αργότερα έγινε μοναχή στην Ι. Μ. της Κυρα Μάρθας στην Κωνσταντινούπολη και ετέθη στα Δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως Αγία Υπομονή. Εκοιμήθη οσιακά στις 13 Μαρτίου του 1450. Από τη μητέρα του ο Κωνσταντίνος ΙΒ΄ ο Παλαιολόγος, ονομαζόταν ενίοτε και «Δραγάσης».

Το 1386, επέρχεται η Οθωμανική Κατοχή. Φαίνεται όμως πως αρχικά αυτή και λόγω γεωγραφικής απομονώσεως ασκήθηκε από υποτελείς άρχοντες. Σε τέτοιο καθεστώς υπήχθη και ο τελευταίος Σέρβος ηγέτης εδώ, ο Μάρκος, που εν τέλει θα πεθάνει στη Βλαχία το 1395, σε εκστρατεία με τον Βαγιαζίτ τον Α΄.
Κατά τον ΙΕ΄ αιώνα συντελούνται στην περιοχή σημαντικές αλλαγές, κάτω, βέβαια, από την εξουσία του νέου κυρίαρχου και αλλόθρησκου ηγέτη των Βαλκανίων. Πιθανότατα ο καθεδρικός του Αγίου Αχιλλείου εγκαταλείπεται, είτε λόγω καταστροφής που οι συνθήκες δεν επέτρεπαν την επισκευή του, είτε λόγω ενδεχόμενης μετατροπής του σε τέμενος. Πάγια συνήθεια των Οθωμανών απέναντι σε τρουλαία μνημεία ή μεγαλοπρεπείς βασιλικές, ήταν η μετατροπή τους σε ισλαμικό τέμενος. Η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει αποφανθεί ακόμα.
Τον ΙΖ΄ αιώνα και ειδικά την περίοδο 1620-21, εμφανίζονται κρούσματα παραβατικότητας, παραχαρακτών και ληστών. Στα χρόνια του Εβλιγιά Τσελεμπή(πέρασε λίγο μετά το 1670) ήταν καζάς(διοικητικό διαμέρισμα), βοεβαδιλίκι(έδρα βοεβόδα), υπαγόμενο στην επαρχία (σατζάκι) της Αχρίδος, φιλοξενώντας παράλληλα και έδρα Καδή. Την περίοδο αυτή υπάρχουν περίπου 40 χωριά, αλλά καμία κωμόπολη.

Ανάλογες αναφορές απαντούν και το 1715, όταν εμφανίζονται ληστές στον Πρίλαπο (σημ. Πρίλεπ) και δίνονται σχετικές οδηγίες για λήψη μέτρων ασφαλείας στους Καζάδες των Πρεσπών και του Οστρόβου. Γενικά η δράση αυτών των ληστρικών σωμάτων, φαίνεται πως επιδρά και δημιουργία φαινόμενα μετακινήσεως πληθυσμών και ερημώσεως.
Το 1767, καταργείται η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος και μετατρέπεται σε μητρόπολη. Η νέα μητρόπολη έχει ως έδρα την Αχρίδα, αλλά φέρει τον τίτλο της μητροπόλεως των Πρεσπών.

Ο ΙΘ΄ αιώνας τόσο στα χρόνια της Επαναστάσεως του 1821, όσο και κατά το β΄ ήμισυ αυτού, είναι αναμφίβολα δύσκολος αιώνας για την περιοχή. Παρατηρείται μια κάποια οικοδομική δραστηριότητα με την ανέγερση νέων ναών, όμως η περιοχή αποτελεί πέρασμα ενόπλων ομάδων σε χρόνια ταραγμένων συνθηκών. Περίπου στα χρόνια της Επαναστάσεως όπου θα επισκεφτεί την περιοχή ο Γάλλος Pouqueville, τα χωριά είναι περίπου 46 και οι κάτοικοι συγκροτούσαν 2300 οικογένειες, σε ένα σύνολο πληθυσμού που υπερέβαινε τις 10.000.
Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία αποτελεί για την περιοχή των Πρεσπών η έξαρση της Ελονοσίας έπληττε τα διάφορα χωριά. Ευνοημένος σε αυτήν την αρνητική συγκυρία ο Άγιος Γερμανός, του οποίου οι κάτοικοι δεν βίωσαν ιδιαίτερα την ασθένεια αυτή, γεγονός που προφανώς συνέβαλα στην ανάπτυξη του χωριού.

Σε όλη τη Δυτική Μακεδονία στη διάρκεια αυτού του αιώνα, καταφεύγουν πρόσφυγες από την Ήπειρο και ιδρύουν νέους οικισμούς, ειδικά μετά την καταστροφή σημαινόντων κέντρων του Ελληνισμού, των καταστροφών ακμαζουσών ελληνικών κέντρων της Μακεδονίας κατά την Επανάσταση του 1821, αλλά και την έξαρση των Εθνικοαπελευθερωτικών Αγών στα Βαλκάνια, που θα εξαναγκάσουν τους Τούρκους σε παραχώρηση κάποιων δικαιωμάτων προς τις χειμαζομένους υπόδουλες και αλλόθρησκους προς το Ισλάμ πολίτες της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και των συνθηκών του Αγίου Στεφάνου και Βερολίνου του 1878. Ο Πανσλαβισμός θα αφήσει βαθιά τα σημάδια του στην περιοχή, όπως και οι αντίστοιχοι αγώνες του Ελληνισμού.
Το 1908 που θα περάσει ο Ιβάνωφ για να μελετήσει την περιοχή, θα βρει το νησί του Αγίου Αχιλλείου τσιφλίκι Έλληνα ευπόρου του Μοναστηρίου, ενώ θα μνημονεύσει την οικογένεια των Μάρκοβτσι, μέλη της οποίας σήμερα προφανώς επιβιώνουν στο νησί πλέον ως Μαρκόπουλοι. Η ντόπια πάλι παράδοση, κάνει λόγο για δύο Έλληνες αδέρφια απο τα Βιτώλια, που αγόρασαν το νησί απο Τούρκο Μπέη. Χώρισαν το τσιφλίκι και ο ένας πεθαίνωντας, ο Αθανάσιος Τσάτσος Βίκτωρος(;), το δώρισε στη Μονή της Παναγίας της Πορφύρας, απ΄όπου το 1925 οι κάτοικοι το αγόρασαν.

Την περίοδο αυτή, στις αρχές του 20ου αιώνος, τα χωριά είναι πλέον 18, ο δε πληθυσμός τους περί τους 10.000.
Παρά τον εποικισμό των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο το 1923, ο πληθυσμός το 1940 σύμφωνα με απογραφή, είναι περίπου 7000. Δεν πρέπει να λησμονούμε πως πλέον η περιοχή δεν είναι ενιαία αλλά έχει μοιραστεί σε 3 κράτη, ενώ έχουν αποχωρήσει και οι μουσουλμάνοι με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Πριν τον Εμφύλιο λόγω ελονοσίας εγκαταλείφθηκε το χωριό Οπάια, ενώ λόγω του εμφυλίου, ερημώθηκαν τα χωριά Σφήνα, Κρανιές, Δασερή, Πυξός και Αγκαθωτό.

Ο εμφύλιος θα ερημώσει την περιοχή, κέντρο άλλωστε του κομμουνιστικού στρατού, κάτι που προφανώς ήταν ο λόγος για νέο εποικισμό της περιοχής την περίοδο 1952-56, με Έλληνες Βλάχους της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.
Τέλος ο Κ΄ αιώνας θα αποδώσει τις λίμνες στην κυριαρχία 3 χωρών (σημ. Ελλάδα, Αλβανία, πΓΔΜ), όμως νέα δεινά θα βιώσει η γύρω περιοχή. Ο Εμφύλιος, η ερήμωση των χωριών για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, ο ψυχρός πόλεμος και επιφυλακτικός τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί η περιοχή από τις ηγεσίες των τριών εθνών, θα καταστήσουν την περιοχή από χώρο απείρου φυσικού κάλλους και ιστορικού ενδιαφέροντος, σε τόπο εγκατάλειψης και καχυποψίας.

Στην Ελληνική Πρέσπα σήμερα υπάρχει ο Δήμος Πρεσπών, που αποτελείται 13 χωριά-δημοτικά διαμερίσματα: Λαιμός (έδρα του Δήμου), Ψαράδες (στη Μεγάλη Πρέσπα), Άγιος Αχίλλειος (στο νησί της Μικρής Πρέσπας), Άγιος Γερμανός, Ανταρτικό, Βατοχώρι, Βροντερό, Καλλιθέα, Καρυές, Λευκώνας, Μικρολίμνη, Πλατύ, Πράσινο, ενώ συμπεριλαμβάνεται και το ιστορικό Πισοδέρι, ο Δήμος δε ολοκληρώνεται με τους οικισμούς πλέον Μηλιώνα, Οξυά, Πύλη και Τρίγωνο.

Εθνικός Δρυμός Πρεσπών

Η Πρέσπα και συγκεκριμένα μια έκτασή της συνολικής εκτάσεως 256,9 τ. χλμ. είχε ήδη ανακηρυχθεί ως ο «Εθνικός Δρυμός Πρεσπών» από το 1974.
Την επόμενη χρονιά, το 1975, ονομάστηκε επίσημα «Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους», ενώ στις 21 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, τέθηκε σε ισχύ στην Ελλάδα η ένταξη της Μικρής Πρέσπας στη Συνθήκη Ramsar ως υγροβιοτόπου διεθνούς ενδιαφέροντος.

Το 1991 δημιουργήθηκε η Εταιρία Προστασίας Πρεσπών με τη βοήθεια της WWF που στήριξε τις προσπάθειες του τοπικού πληθυσμού να αναδείξουν και να προστατέψουν το φυσικό πλούτο της περιοχής τους.
Σημαντικό τμήμα του Εθνικού Δρυμού καθώς και του Όρους Βαρνούντα συγκαταλέγεται στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο «NATURA 2000».
Το 2009 ο Εθνικός Δρυμός Πρεσπών αντικαταστάθηκε από μια ευρύτερη του 1974 προστατευόμενη περιοχή συνολικής εκτάσεως 327 τ.χλμ. με τον τίτλο «Εθνικό Πάρκο Πρεσπών».

Οι Πρέσπες ως Λίμνες και οικοσυστήματα

Η Μικρή Πρέσπα χαρακτηρίζεται ως μεσοτροφική λίμνη, περιβάλλεται δε από σημαντικές εκτάσεις με καλαμιώνες και έχει μικρότερο βάθος από τη Μεγάλη. Υπάρχουν περίοδοι που παρατηρείται σε συνθήκες ακραίου ψύχους το πάγωμα της λίμνης. Έχει έκταση περίπου 47 τ.χλμ.

Η Μεγάλη Πρέσπα θεωρείται ολιγοτροφική λίμνη, το ανώτερο βάθος της ξεπερνάει τα 50 μέτρα, ενώ η έκτασή της αγγίζει τα 272 τ. χλμ., εκ των οποίων λιγότερα από 40 ανήκουν στην Ελληνική επικράτεια. Συχνό είναι το φαινόμενο του κυματισμού, ενώ σε γενικές γραμμές τα νερά της δεν παγώνουν.
Στις Πρέσπες απαντούν πάνω από 40 είδη θηλαστικών, περί τα 260 είδη πτηνών, 11 αμφιβίων, 20 είδη ερπετών και 15 είδη ιχθύων, ενώ στην πλούσια χλωρίδα της περιλαμβάνονται περισσότερα από 1300 είδη φυτών και μια συστάδα υπεραιωνόβιων βουνοκυπάρισσων. Όσον αφορά στην πτηνοπανίδα σημαντικότερη θεωρείται η παρουσία των δύο ειδών πελεκάνου, (ροδοπελεκάνου και αργυροπελεκάνου), ιδιαίτερα του δευτέρου, που είναι σπάνιο είδος παγκοσμίως.